- ἀντήνωρ
- ἀντήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ([etym.] ἀνήρ)A instead of a man, σποδὸς ἀ. dust for men, A.Ag.442.—In Il.as pr.n.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀντήνωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντήνωρ — instead of a man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… … Dictionary of Greek
Ἀντῆνορ — Ἀντήνωρ masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντῆνορ — ἀντήνωρ instead of a man masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντήνορα — Ἀντήνωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντήνορα — ἀντήνωρ instead of a man masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντήνορι — Ἀντήνωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντήνορι — ἀντήνωρ instead of a man masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντήνορος — Ἀντήνωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντήνορος — ἀντήνωρ instead of a man masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)